- ορχηστομανώ
- ὀρχηστομανῶ, -έω (Α)αγαπώ μανιωδώς την όρχηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρχηστής + -μανῶ (< -μανής < μαίνομαι), πρβλ. θεατρο-μανώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορχηστομανία — ὀρχηστομανία, ἡ (Α) [ορχηστομανώ] μανιώδης αγάπη για την όρχηση … Dictionary of Greek